- εἰρῆσθαι
- ἐρῶverbumfut inf mid (epic doric ionic aeolic)ἐρῶverbumperf inf mp (epic ionic)εἰρέωsaypres inf mp (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσχηματισμένως — ἐσχηματισμένως (ΑΜ) επίρρ. μσν. κρυφά, μυστικά («φανερῶς ἢ ἐσχηματισμένως») αρχ. 1. με συγκεκριμένη μορφή 2. με σχήμα, παραστατικά («ἐσχηματισμένως εἰρῆσθαι») 3. (για επιχείρημα) τεχνικά, εξεζητημένα 4. απατηλά, πλαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ.… … Dictionary of Greek
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek
λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… … Dictionary of Greek